ὑπόψιλος

ὑπόψιλος
ὑπόψῑλος, ον,
A somewhat bald, Ptol.Tetr.143, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπόψιλος — ον, Α λίγο φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψιλός «γυμνός, άτριχος»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπόψιλον — ὑπόψιλος somewhat bald masc/fem acc sg ὑπόψιλος somewhat bald neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίλους — ὑπόψιλος somewhat bald masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”